τιμημένος

τιμημένος
onurlu

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τιμώ — τίμησα, τιμήθηκα, τιμημένος 1. εκτιμώ, σέβομαι κάποιον: Τίμα τον πατέρα σου. 2. εξυψώνω κάποιον, του κάνω τιμή: Μας τιμάει με την παρουσία του. 3. η μτχ., τιμημένος, η, ο τίμιος, ηθικός: Τιμημένη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεράσμιος — γεράσμιος, ον (Α) 1. αυτός που τιμά κάποιον 2. σεβάσμιος, τιμημένος 3. σεβαστός λόγω τής ηλικίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρας (για το επίθημα πρβλ. και εράσμιος)] …   Dictionary of Greek

  • γερασφόρος — γερασφόρος, ον (Α) τιμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρας + φορος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… …   Dictionary of Greek

  • ευδόκιμος — I (9ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν αξιωματούχος επί Θεοφίλου. Πολιτεύτηκε, κατά τους χρονικογράφους, με οσιότητα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου. II (16ος αι.). Υμνογράφος. Πολλοί τον… …   Dictionary of Greek

  • εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… …   Dictionary of Greek

  • λιθοτιμημένος — λιθοτιμημένος, η, ον (Μ) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + τιμημένος, μτχ. παρακμ. τού τιμῶ] …   Dictionary of Greek

  • μεγάτιμος — η, ο (Α μεγάτιμος, ον) νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που είναι πολύ τιμημένος, που τιμάται ιδιαιτέρως, πολυτίμητος («μεγάτιμος εθνικός ευεργέτης») αρχ. αυτός που έχει μεγάλη τιμή, μεγαλότιμος, πολύτιμος («ὑφῆς βαρβαρικῆς μεγαλοτίμου», Αιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσταυρος — ο 1. ανώτατος βαθμός πολλών παρασήμων 2. ο τιμημένος με το παράσημο αυτό 3. (σκωπτικά) η σύφιλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σταυρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μεγιστότιμος — μεγιστότιμος, ον (Α) πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά τιμος] …   Dictionary of Greek

  • περίσεπτος — έπτη, ον, Α [σεπτός] εξαιρετικά σεπτός, πολύ τιμημένος, πολύ σεβάσμιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”